βαρυκαρδίζω
Смотреть что такое "βαρυκαρδίζω" в других словарях:
βαρυκαρδίζω — (Μ βαρυκαρδίζω) στενοχωρώ πολύ κάποιον νεοελλ. 1. βαρυγνωμώ, έχω παράπονο εναντίον κάποιου 2. καταριέμαι … Dictionary of Greek
θλίβω — (ΑΜ θλίβω) 1. πιέζω κάτι δυνατά ώστε να ελαττωθεί ο όγκος του, συμπιέζω, σφίγγω, ζουλώ, ζουλίζω 2. στενοχωρώ, προξενώ λύπη, προκαλώ ψυχική πίεση, στενοχώρια («μέ θλίβει η στάση του») 3. (μέσ. και παθ.) θλίβομαι λυπάμαι, αισθάνομαι θλίψη,… … Dictionary of Greek